Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διασκεδάζω την

  • 1 тоска

    тоск||а
    ж
    1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):
    \тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·
    2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:
    наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου.

    Русско-новогреческий словарь > тоска

  • 2 ανία

    η скука;
    тоска;

    προξενώ ανία — нагонять скуку;

    διασκεδάζω την ανία — разгонять тоску;

    από ανίαсо скуки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανία

  • 3 занимать

    занимать I
    несов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.
    занима||ть II
    несов
    1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:
    \занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·
    2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:
    \занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·
    3. (интересозать) ἀπασχολώ:
    эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·
    4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:
    \занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν...

    Русско-новогреческий словарь > занимать

  • 4 тешить

    тешить
    несов
    1. (развлекать, веселить) διασκεδάζω (μετ.), ψυχαγωγώ:
    \тешить ребят διασκεδάζω τά παιδιά· \тешить взор χαίρεσαι νά τό βλέπεις·
    2. (успокаивать) παρηγορώ, βαυκαλίζω:
    \тешить себя надеждами βαυκαλίζομαι μέ τήν ἐλπίδα.

    Русско-новогреческий словарь > тешить

  • 5 проветрить

    ρ.σ.μ.
    1. αερίζω•

    проветрить зал αερίζω την αίθουσα.

    2. μτφ. διασκεδάζω μεταβαίνω χάρη αναψυχής ξεσκάω.
    1. αερίζομαι•

    комната -лась το δωμάτιο αερίστηκε.

    2. διασκεδάζω, ξεσκάω.

    Большой русско-греческий словарь > проветрить

  • 6 развлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. развлк, -лекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ• — ребнка играми ψυχαγωγώ το παιδάκι με παιγνίδια. || παλ. εμποδίζω, αποσπώ την προσοχή.
    2. φαιδρύνω, κάνω κέφι, φέρω ευθυμία.
    διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > развлечь

  • 7 have a whale of a time

    (to enjoy oneself very much.) διασκεδάζω με την ψυχή μου

    English-Greek dictionary > have a whale of a time

  • 8 догулять

    ρ.σ.μ.
    1. διασκεδάζω, γλεντώ τον υπόλοιπο χρόνο•

    догулять отпуск догулять и на работу θ'απογλεντήσω την άδεια καί μετά στη δουλιά.

    2. ξοδεύω εντελώς•

    я -ял последние деньги ξόδεψα στα γλέντια και τα τελευταία χρήματα, ξεπαοαδιάστηκα στα γλέντια.

    παραγλεντώ, παραδιασκεδάζω•

    догулять до простуды αρρωσταίνω από το πολύ γλέντι.

    Большой русско-греческий словарь > догулять

См. также в других словарях:

  • τσικνίζω — Ν [τσίκνα] 1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα 2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω 3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας 4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, η, ο (ιδίως για φαγητό)… …   Dictionary of Greek

  • γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… …   Dictionary of Greek

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγώ — ψυχαγωγῶ, έω, ΝΜΑ τέρπω, ευφραίνω την ψυχή μσν. αρχ. ενθαρρύνω ή παρηγορώ κάποιον αρχ. 1. (για τον Ερμή) οδηγώ τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο 2. ανακαλώ με θυσίες και διάφορες μαγγανείες τις ψυχές από τον Άδη 3. (κυρίως για ομιλητές)… …   Dictionary of Greek

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»